γραβάτα

γραβάτα
Λωρίδα υφάσματος με ποικίλο μέγεθος και σχήμα, που τυλίγεται και δένεται γύρω από τον λαιμό. Η καταγωγή της γ. είναι πολύ παλιά και μπορεί να αναζητηθεί στο ρωμαϊκό focale (είδος μάλλινου λαιμοδέτη που χρησιμοποιούσαν κυρίως ηλικιωμένα και άρρωστα άτομα)· η σύγχρονη γ. ωστόσο προέρχεται κατευθείαν από τους δαντελένιους γιακάδες του 17ου αι. Όταν η αντρική μόδα επέβαλε τα λυτά μαλλιά στους ώμους, οι στενοί γιακάδες σκεπάζονταν τελείως από τη μακριά κόμη και γι’ αυτό μάκραιναν δύο λωρίδες πάνω στο πέτο. Το σχήμα αυτό του γιακά ονομάστηκε γραβάτα (γαλλ. cravate),όρος που προέρχεται ίσως από το hrvat, που στα κροατικά σημαίνει Κροάτης· και αυτό γιατί την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’ προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στη Γαλλία αποσπάσματα από Κροάτες μισθοφόρους, που η στολή τους φαίνεται πως περιλάμβανε ακριβώς μία φαρδιά λωρίδα από τον λαιμό έως το πέτο. Την περίοδο της Γαλλικής επανάστασης η γ. μετατράπηκε σε μεταξωτή λωρίδα η οποία τυλιγόταν περισσότερες φορές γύρω από τον λαιμό και χρησιμοποιήθηκε ακόμα και από τις γυναίκες. Στη διάρκεια του 19ου αι. η γ. υιοθετήθηκε αποκλειστικά από την αντρική μόδα και ήταν κατά κανόνα μία στενή και μακριά λωρίδα που διέφερε μονάχα από τον τρόπο του δεσίματος γύρω από τον λαιμό. Στο τέλος του αιώνα η γ. με μικρό κόμπο έγινε απαραίτητο στόλισμα των γυναικείων ταγιέρ που επικρατούσαν τότε. Την ίδια περίοδο καθορίστηκαν οι διάφοροι τύποι γ.: το παπιγιόν σε σχήμα πεταλούδας, το πλαστρόν πλατύ με έτοιμο κόμπο, η λαβαλιέρ με τις δύο κόχες γυρισμένες πάνω στο πέτο, η μικρή μαύρη γ. για το σμόκιν, η άσπρη γ. για το φράκο και, τέλος, η κοινή μακριά γ. που αναρίθμητες βιομηχανίες κατασκευάζουν σήμερα σε τεράστια κλίμακα χρωμάτων και σχεδίων, χρησιμοποιώντας υφάσματα συνήθως από μετάξι, μαλλί και συνθετικές ίνες. Τύπος γραβάτας, όπως παρουσιάζεται σε πίνακα του σερ Τζόσουα Ρέινολντς, την «Προσωπογραφία λόρδου» (Πινακοθήκη Μπρέρα, Μιλάνο). Γραβάτα του 18ου αι. στον πίνακα «Μπερτράν Μπαρέρ ντε Βιενζάκ» του Γάλλου ζωγράφου Ζακ Λουί Νταβίντ (Συλλογή Λαμπέρ, Βρυξέλλες). «Προσωπογραφία» του Ανρί Ρουσό, με τύπο γραβάτας του 19ου αι. (Συλλογή Ρόζενμπεργκ, Νέα Υόρκη). «Από τον παππού Λατούικ», έργο του Εντουάρ Μανέ, όπου απεικονίζεται ένας χαρακτηριστικος τύπος γραβάτας του 19ου αι. (Μουσείο Καλών Τεχνών, Τουρνέ, Βέλγιο)
* * *
και κραβάτα, η
ειδικά ραμμένη λωρίδα υφάσματος η οποία δένεται με κόμπο στον γιακά τού πουκάμισου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cravatta < γαλλ. cravate < (εθν.) cravate «Κροάτης», γιατί αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τους Κροάτες ιππείς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γραβάτα — η (λ. ιταλ.), λαιμοδέτης: Φορούσε μαύρη γραβάτα γιατί πενθούσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κραβάτα — η βλ. γραβάτα …   Dictionary of Greek

  • λαιμοδέτης — ο 1. λωρίδα από ύφασμα η οποία δένεται γύρω από το περιλαίμιο τού υποκαμίσου σχηματίζοντας κόμπο, κυ. γραβάτα 2. ναυτ. λαιμόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δέτης (< δέω [ΙΙ] «δένω»), πρβλ. γλωσσο δέτης, κομπο δέτης. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ …   Dictionary of Greek

  • ρόζ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) 1. αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, τριανταφυλλής (α. «ροζ γραβάτα» β. «ροζ φόρεμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το ροζ το ρόδινο, το τριανταφυλλί χρώμα 3. φρ. «ροζ ιστορίες» ιστορίες ερωτικές και συνήθως για παράνομες ερωτικές… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Λα Τουρ, Μορίς Κεντέν ντε- — (Maurice Quentin de La Tour, Σεν Κεντέν 1704 – 1788). Γάλλος ζωγράφος. Μολονότι ο πατέρας του τον προέτρεψε να σπουδάσει αρχιτεκτονική, ο Λ.T., με ολοφάνερη κλίση στη ζωγραφική, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε αρχικά κοντά στον ζωγράφο Ζ …   Dictionary of Greek

  • θαλασσής, -ιά, -ί — γεν. ιού ή ή, ιάς, ιού, πληθ. ιοί, ιές, ιά, γαλάζιος: Θαλασσί χρώμα. – Θαλασσιά γραβάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”